-
1 γούνα
[гуна] ουσ. Θ. мех, шуба,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γούνα
-
2 мех
мех м 1) η γούνα· на \меху με γούνα 2) мн. \меха τα γουναρικά* * *м1) η γούναна меху́ — με γούνα
2) мн.меха́ — τα γουναρικά
-
3 шуба
-
4 меховой
-
5 песец
песец м 1) η πολική αλεπού 2) (мех): голубой (белый) \песец το ρεναρμπλέ (αρζαντέ) (γούνα)* * *м1) η πολική αλεπού2) ( мех)голубо́й (бе́лый) песе́ц — το ρεναρμπλέ (αρζαντέ) (γούνα)
-
6 мех
мех Iм1. ἡ γούνα, τό γουναρικό, ἡ μηλωτή:на \меху́, подбитый \мехом μέ γούνα·2. (для вина) τό ἀσκί, τό τουλούμι.мех IIм см. мехи́. -
7 песец
песецм1. зоол. ἡ πολική ἀλεποῦ·2. (мех) ἡ γοῦνα τῆς πολικῆς ἀλεπούς, γούνα ρενάρ:голубой (белый) \песец ρενάρ μπλε (ἀρζαντέ). -
8 в
κ. во πρόθεση με αιτ. κ. προθτ. πτώση.1. προσδιορίζει: τόπο, κατεύθυνση, θέση, τομέα δράσης• εις, στον, στην κ.τ.τ.,σε, για•положить в ящик βάζω στο κιβώτιο•
товар находится в ящиках хо εμπόρευμα είναι στα κιβώτια•
уеду в Афины θα φύγω για την Αθήνα•
живу в Афинах ζω στην Αθήνα•
подать заявление в университет υποβάλλω αίτηση στο Πανεπιστήμιο•
учусь в университете σπουδάζω στο Πανεπιστήμιο•
уйти в работу φεύγω για τη δουλιά•
он весь день в работе αυτός όλη τη μέρα είναι στη δουλιά.
2. προσδιορίζει μορφή, κατάσταση, είδος• σε•лекарство в порошках φάρμακο σε σκονάκια•
сахар в кусках ζάχαρη (σε) κομμάτια.
3. δείχνει την εξωτερική όψη, το περίβλημα, την ενδυμασία• αποδίδεται στην ελληνική με τις προθέσεις: σε, στον, στην κ.τ.τ., μπορεί όμως και χωρίς αυτές•одеться в шубу φορώ τη γούνα•
4. σημαίνει ποσό μονάδων σε• ή και χωρίς την πρόθεση•комедия в трех действиях κωμωδία σε τρεις πράξεις•
длиной в два метра μάκρος δυο μέτρα.
5. προσδιορίζει χρόνο• (μέσα) σε, στον, στην κ.τ.τ. ή και χωρίς ελλ. πρόθεση•в ночь на четверг τη νύχτα της Πέμπτης•
в один день (μέσα) σε μια μέρα•
в прошлом году τον περασμένο χρόνο (πέρυσι)•
приду в пятницу θα έρθω την Παρασκευή•
разница в годах διαφορά στα χρόνια.
|| προσδιορίζει τομέα• στον, στην κ.τ.τ. знаток в литературе γνώστης (κάτοχος) της φιλολογίας.6. δείχνει πολλαπλάσιο•в три раза больше τρεις φορές περισσότερο.
7. χάριν, για, στο, στα•сказать в шутку λέγω για αστεία, στ’ αστεία, χάριν αστειότητας.
8. δείχνει ομοιότητα•мальчик весь в отца το παιδί είναι ίδιος (απαράλλαχτος) πατέρας, μοιάζει σ’ όλα τον πατέρα.
9. με προθετ. χρησιμοποιείται για καθορισμό απόστασης• σε•в двух шагах от меня (σε) δυο βήματα από μένα•
в пяти минутах ходьбы от города πέντε λεπτά μακριά από την πόλη με τα πόδια.
10. δείχνει τη σειρά• κατά•во-первых (κατά) πρώτον•
в-третьих (κατά) τρίτον•
в-шестых έκτον.
-
9 кротовый
επ.του ασπάλακα, του τυφλοπόντικα• από ασπάλακα•-ая норка η φωλίτσα του τυφλοπόντικα•
кротовый воротник γιακάς από γούνα ασπάλακα•
-ая шуба γούνα από ασπάλακα.
-
10 мех
-
11 опушка
-
12 пыжиковый
επ.από γούνα ταράνδου•-ая шапка σκούφια από γούνα ταράνδου.
-
13 шубный
επ.1. της γούνας•шубный рукав το μανίκι της γούνας.
|| για γούνα•-ая овчина προ-βειά για γούνα.
2. με καλό τρίχωμα• μαλλιαρός•-ые овцы μαλλιαρά πρόβατα.
|| γουναρικός, γούνινος•-ые изделия τα γουναρικά (είδη)•
шубный товар εμπόρευμα γουναρικών.
εκφρ.-ое овцеводство. – προβατοκομία για γουναρικά. -
14 каракуль
(шкурки каракульских ягнят) το αστρακάν (ξεν.), το αστραχάν (γούνα με σγουρό τρίχωμα νεογέννητων προβάτων της φυλής καρακούλ).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > каракуль
-
15 мех
1. (кузнечный) см. мехи 2. (волосяной покров на теле животного) о τρίχωμα 3. (выделанная шкура пушного животного) η γούνα (υλικό) 4. (бурдюк) το ασκί, το τουλούμι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > мех
-
16 оторочка
η φάσα, η περιραμμένη ταινίαмеховая - από γούνα, γούνινη -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оторочка
-
17 песец
зоол. η πολική αλεπού, (мех) η γούνα ρενάρ αρζαντέ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > песец
-
18 смушка
η γούνα του νεογέννητου αρνιού.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > смушка
-
19 шуба
(верхняя одежда на меху) η γούνα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шуба
-
20 беличий
бел||ичийприл τοῦ σκίουρου, τής βερβερίτσας:\беличийичья шу́ба ἡ γούνα πετί-γκρί.
См. также в других словарях:
γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις … Dictionary of Greek
γούνα — η (λ. λατ.) 1. δέρμα ζώου μαζί με το τρίχωμα: Με τη γούνα της αλεπούς κατασκευάζονται παλτά. 2. πανωφόρι από γούνα, γουναρικό. 3. φρ., «Έχω ράμματα για τη γούνα σου», γνωρίζω πράγματα που μπορεί να σε εκθέσουν· «Κάηκε η γούνα του», ζημιώθηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γοῦνα — γόνυ knee neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γοῦν' — γοῦνα , γόνυ knee neut nom/voc/acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλεπού — Ονομασία που αποδίδεται σε διάφορα σαρκοφάγα του γένους αλώπηξ της οικογένειας των κυνιδών. Τα βασικά διακριτικά γνωρίσματα του γένους αυτού είναι: οξύ ρύγχος, η κατατομή του οποίου αποτελεί προέκταση της αντίστοιχης του μετώπου, όρθια αφτιά με… … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
αλεπόγουνα — η και αλεπογούνι, το γούνα από δέρμα αλεπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεπού + γούνα] … Dictionary of Greek
γουνάτος — η, ο 1. κατασκευασμένος από γούνα 2. αυτός που φοράει γούνα 3. πλούσιος … Dictionary of Greek
γουναράς — και γούναρης και γουνάρης, ο 1. τεχνίτης ή βιομήχανος γουναρικών 2. έμπορος γουναρικών. [ΕΤΥΜΟΛ. γουναράς < γουνάρης, αναλογικά προς ονόματα δηλωτικά επαγγελμάτων σε άς* (πρβλ. γαλατάς, ψωμάς) ή κατ ευθείαν < γούνα + κατάλ. αράς* (πρβλ.… … Dictionary of Greek
γουναρικό — το 1. η γούνα 2. γυναικείο ένδυμα κατασκευασμένο από γούνα 3. σύνολο γουναρικών μιας οικογένειας … Dictionary of Greek
ερμίνα — (hermine). Γένος θηλαστικών της οικογένειας των μουστελιδών. Περιλαμβάνει μικρά και αρπακτικά σαρκοφάγα ζώα που ζουν στη δυτική και στην κεντρική Ασία καθώς και σε μερικές ευρωπαϊκές χώρες. Το σώμα τους, το οποίο έχει μήκος 30 εκ., καλύπτεται από … Dictionary of Greek